πληγώνομαι

πληγώνομαι
πληγώνομαι, πληγώθηκα, πληγωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ερωτολαβώνομαι — πληγώνομαι από τα βέλη τού Έρωτος …   Dictionary of Greek

  • αλληλοσπαράζομαι — 1. πληγώνω κάποιον θανάσιμα και ταυτόχρονα πληγώνομαι από αυτόν, αλληλοσκοτώνομαι 2. μτφ. (για πολιτικούς ή άλλους αγώνες) βρίσκομαι σε άγρια διαμάχη, διεξάγω έντονο αγώνα, συγκρούομαι με οξύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σπαράζω ( ομαι. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • καθελκούμαι — καθελκοῡμαι, όομαι (Α) 1. γεμίζω από πληγές, από έλκη («χείλεα καθηλκωμένα», Ιπποκρ.) 2. τραυματίζομαι, πληγώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑλκοῡμαι (< ἕλκος)] …   Dictionary of Greek

  • κεντρώνω — (Α κεντρῶ όω, Μ κεντρώνω) [κέντρον] 1. (για έντομα κ.λπ.) τσιμπώ ή τρυπώ με κεντρί, κεντρίζω, αγκυλώνω («αν είσαι μέλισσας παιδί, κέντρωσε και μη λαλείς» παροιμ. για όσους ενεργούν κρυφά) νεοελλ. 1. (σχετικά με δέντρα) μπολιάζω, βάζω κεντράδι 2.… …   Dictionary of Greek

  • πήρωση — η / πήρωσις, εως, ΝΜΑ [πηρώ] 1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους τού σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ. β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.) 2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν»,… …   Dictionary of Greek

  • τύπτω — ΝΜΑ (λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα) αρχ. 1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου 2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”